- χημευτής
- και χυμευτής και χειμευτής, ὁ, Μο αλχημιστής, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τη μετουσίωση τών μετάλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω αμάρτυρου ρ. *χημεύω / *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.